- εθνικός
- -ή, -ό (AM ἐθνικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικόςο ειδωλολάτρης4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν)παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο μιας χώρας ή πόλης ή αυτόν που κατάγεται από εκείνεοελλ.«εθνική συνέλευση» — συνέλευση αντιπροσώπων τού έθνους που εκπροσωπεί τη θέληση τουαρχ.1. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) επαρχιακός2. διαλεκτικός3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐθνικόςο φοροεισπράκτορας.[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος (βλ. και λ. ειδωλολάτρης)].
Dictionary of Greek. 2013.